φαμφαρόνος

φαμφαρόνος
ο
(λ. ισπαν.), καυχησιάρης, κομπαστής, λογάς, ψευτοπαλικαράς: Ούτε τα μισά του να πιστεύεις είναι φαμφαρόνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαμφαρόνος — ο, Ν βλ. φανφαρόνος …   Dictionary of Greek

  • φανφαρόνος — και φαμφαρόνος, ο, θηλ. φανφαρόνα, Ν κομπαστής και φλύαρος, αλαζόνας, καυχησιάρης και φαφλατάς, λογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fanfarone < ισπ. fanfarron] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”